4.2.13

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ - 9

Διαπόμπευση, κάθειρξη, ρινότμηση, εξορία και χρηματικές ποινές επιβάλλονταν σε όσους συνεργούσαν με οποιοδήποτε τρόπο σε συναφή αλλότρια ακολασία. Μία πρώτη αναφορά αποτελεί το 1459 η περίπτωση ενός Βενέδικτου, qui fuit rufianus. Η τιμωρία που επιβλήθηκε ήταν διττή- διαπόμπευση και εξορία. Ο ένοχος θα προσδενόταν πάνω σε πάσσαλο ανάμεσα στους δύο στύλους στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου θα παρέμενε εκτεθειμένος με ακάλυπτο το πρόσωπο ut videatur ab omnibus, ενώ το βράδυ θα τον κατέβαζαν και θα τον εξόριζαν. Τον Ιανουάριο του 1465 εκδικάστηκε η υπόθεση του κουρέα Πέτρου Aliprandi, γνωστού με το παρανόμι Ritius, που είχε κατηγορηθεί ως ruffianus sodomita. Ο ένοχος καταδικάστηκε σε δύο χρόνια κάθειρξη και στη συνέχεια σε εξορία από όλη τη βενετική επικράτεια. Για την περίπτωσή του υπήρξε και άλλη πρόταση που δεν έγινε αποδεκτή αλλά είναι ενδεικτική της απέχθειας προς την περιθωριακή αυτή δραστηριότητα: να προσδεθεί σε ψηλό πάσσαλο με ακάλυπτο πρόσωπο ανάμεσα στους δύο γνωστούς στύλους και στην καθορισμένη ώρα να του αποκοπεί η μύτη, ενώ στη συνέχεια να διωχθεί από τη Βενετία και όλη την επικράτεια. Και στις δύο προτάσεις προβλεπόταν φυλάκιση ενός έτους και νέα εξορία στην περίπτωση που ο εξόριστος θα συλλαμβανόταν εντός των ορίων του κράτους, ενώ όποιος τον συλλάμβανε ως παραβάτη θα αποζημιωνόταν με 200 λίρες από την περιουσία του ίδιου. […] Διαφορετικά αντιμετωπίζεται ο Ερρίκος Zuponarius που είχε ενοχοποιηθεί ως μεσολαβητής αλλά ταυτόχρονα και ως ενεργητικός {inculpatum pro rufiano et agente detestandi vidi sodomie). Αφού με τις ανακρίσεις δεν στάθηκε δυνατό να του αποσπαστεί η ομολογία του επιβλήθηκε τελικά δεκαετής κάθειρξη και ισόβια εξορία.
Εκείνο που εκπλήσσει ιδιαίτερα είναι η σχεδόν νοσηρή εμμονή των ανακριτικών αρχών στη λεπτομερή περιγραφή των συμβάντων. Όχι μόνο δηλώνονται ο τόπος, ο χρόνος και οι δράστες, αλλά επίσης εκμαιεύονται κατά την ανάκριση και τις καταθέσεις των μαρτύρων λεπτομέρειες που μεγιστοποιούν το σκάνδαλο. Βασική σημασία για την ανακάλυψη, τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών είχαν οι καταγγελίες που κατέθεταν σε βάρος-τους άλλα πρόσωπα. Αυτοί που έκαναν τις καταγγελίες είτε ανήκαν σε ειδικές κατηγορίες υπεύθυνων οργάνων που όφειλαν να επαγρυπνούν για ενδεχόμενη παράβαση του νόμου, είτε ήταν εκούσιοι ή ακούσιοι συνεργοί (θύματα βιασμού) ή εκπρόσωποί-τους ή ακόμη αυτόπτες μάρτυρες. Δεν έλειπαν επίσης περιπτώσεις υστερόβουλης συκοφαντικής καταγγελίας ή ανώνυμες καταγγελίες. Όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα, πολλές φορές ο κατηγορούμενος αναγκάζεται να καταγγείλει όσους είχαν σχετιστεί μαζί-του. Η καταγγελία των συνεργών δεν απάλλασσε τον καταγγέλλοντα από τη δική του ευθύνη, εκτός αν αποδείκνυε ότι είχε εξαναγκαστεί να συμπράξει. Η πρόταση που τέθηκε στο Συμβούλιο των Δέκα το 1471 για την απαλλαγή των ενόχων που κατέδιδαν τους συνεργούς τους δεν έγινε αποδεκτή. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, εάν στο εξής ένας παθητικός κατήγγειλε ενεργητικό ή εάν ενεργητικός κατήγγειλε παθητικό ενήλικα άνω των δεκαοκτώ ετών και αποδεικνυόταν αληθινή η καταγγελία, τότε θα έπρεπε να τηρηθεί μυστικό το όνομα του καταδότη και να απαλλαγεί από την ενοχή. Αντίθετα, θα έπρεπε να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία σε βάρος του ενεργητικού ή παθητικού που είχε καταγγελθεί και ο ενεργητικός να τιμωρείται οπωσδήποτε.
Οι αποφάσεις προέβλεπαν, επίσης, ότι όσοι προέβαιναν σε καταγγελίες σε βάρος ενόχων, χωρίς οι ίδιοι να έχουν συμμετάσχει στην παράνομη πράξη, είχαν νόμιμη απολαβή χρηματικού ποσού (talea) που τους αποδιδόταν συνήθως μετά την εκτέλεση του ενόχου. Από το 1407 είχε αποφασιστεί, ότι όποιος προέβαινε σε καταγγελία υπόπτου στους Offitiales de Nocte και αποδεικνυόταν η ενοχή εκείνου, θα αμειβόταν με 2.000 λίρες {libras duo millia parvorum) που θα του καταβάλλονταν από την περιουσία του ενόχου, ενώ σε περίπτωση που εκείνος δεν είχε τόση περιουσία, το ποσό θα συμπληρωνόταν από το Δημόσιο που, όπως ωστόσο διευκρινίζεται, δεν θα μπορούσε να καταβάλει ποσό μεγαλύτερο από 1.000 λίρες. Το ποσό που επιδικαζόταν στους καταδότες διαφοροποιήθηκε μετέπειτα και κυμαινόταν κατά περίπτωση φτάνοντας έως τις 500 λίρες, ήταν μάλιστα δυνατό να δοθεί σε δόσεις. Σε ειδικές περιπτώσεις, όπως η κατάδοση καταζητούμενου που είχε ερήμην καταδικαστεί σε εξορία και είχε παραβιάσει τα όρια της εξορίας, η αμοιβή προς τον καταδότη ήταν πολύ μεγαλύτερη. Η αμοιβή καταβαλλόταν πάντοτε από την περιουσία του καταδίκου και εάν δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα τότε την κατέβαλλε το Δημόσιο. Χρηματική αμοιβή [premium) προβλεπόταν και για τα κρατικά όργανα που συλλάμβαναν υπόπτους. Η χρηματική αποζημίωση όσων συνέβαλλαν στην αποκάλυψη και σύλληψη ενόχων απέβλεπε στην ενθάρρυνση των οργάνων να επιτελούν το έργο τους ιδιαίτερα μάλιστα εάν οι «κακοποιοί» πρόβαλλαν ένοπλη αντίσταση. Το ίδιο αμείβονταν και όσοι συνεργούσαν στη σύλληψη ενός φυγόδικου ή τον παρέδιδαν στις Αρχές.
Είναι σαφές, ότι οι Αρχές ενδιαφέρονταν για την αποκάλυψη ενόχων. Και σ' αυτό έπρεπε να συνδράμουν το κράτος όλοι όσοι ήταν σε θέση να γνωρίζουν τα πράγματα. Το 1453 καταγγέλθηκε ότι ένα παιδί είχε πρωκτική βλάβη {fuit a parte post ruptus) πράγμα για το οποίο δεν έγιναν ανακρίσεις ούτε επιβλήθηκε ποινή. Δόθηκε, λοιπόν, εντολή στους γιατρούς, κουρείς και χειρουργούς της Βενετίας που τυχόν θα θεράπευαν παιδί για τέτοια περίπτωση {qui quamcumque medicabunt alicui puero infirmo a parte post in ano per sodomiam) να γνωστοποιήσουν αμέσως στις κεφαλές του Συμβουλίου το παιδί και τη συγκεκριμένη πάθηση {puerum et infirmitatem), ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα Οι παραβάτες θα υπόκεινταν σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και ισόβιας εξορίας. Διευκρινιζόταν, επίσης, ότι ο γιατρός και ο κουρέας που θα προέβαινε στη σχετική γνωστοποίηση δεν θεωρείται ότι προβαίνει σε καταγγελία και κατά συνέπεια δεν θα αποζημιωνόταν χρηματικά. Η απόφαση αυτή συμπληρώθηκε με νεότερη που διεύρυνε το ζήτημα. Λόγοι καταστολής είχαν οδηγήσει το Συμβούλιο των Δέκα στην ψήφιση απόφασης που όριζε, ότι κάθε γιατρός ή κουρέας που είχε αναλάβει τη θεραπεία ενός τραύματος, ακόμη και ελαφρού —που είχε προφανώς προκύψει από κάποια συμπλοκή—, όφειλε να γνωστοποιεί την περίπτωση στις Αρχές, ώστε να επιλαμβάνεται του ζητήματος η δικαιοσύνη. Όμως, δεν είχε προβλεφθεί η περίπτωση θεραπείας άντρα ή γυναίκας για πρωκτική βλάβη από σοδομική πράξη {qui habeant posteriorem partem fractam pro sodomicio), πράγμα στο οποίο έπρεπε να δοθεί φροντίδα όχι μικρότερη από τις περιπτώσεις τραυματισμού από όπλο ή πέτρα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε ψήφισμα του Συμβουλίου της 16 Μαΐου 1461. Έτσι, δίδεται εντολή σε όσους γιατρούς και κουρείς στο εξής θεραπεύσουν στη Βενετία άντρα ή γυναίκα που παρουσιάζει αυτό το πρόβλημα να γνωστοποιήσουν την περίπτωση στις κεφαλές του Συμβουλίου των Δέκα, που υποχρεώνονται με όρκο να κρατήσουν μυστικά τα ονόματά τους. Η γνωστοποίηση των ονομάτων των παθόντων δεν θεωρείται κοινή καταγγελία, αλλά υπηρεσιακή υποχρέωση και για τον λόγο αυτό οι θεράποντες δεν θα παίρνουν το χρηματικό premium που δίνεται στους καταγγέλλοντες. Αντίθετα, ο παραβάτης θα τιμωρείται με πρόστιμο 1.000 λιρών και με εξορία, ενώ ο μηνυτής θα δέχεται το μισό ποσό του προστίμου. Με ίδιο πνεύμα έχει συνταχθεί και το νεότερο ψήφισμα του 1467, που επιμένει στην απαίτηση από τους χειρουργούς, κουρείς ή άλλους θεραπευτές που είχαν φροντίσει γυναίκα ή παιδί με ανάλογη κακοποίηση να γνωστοποιήσουν χωρίς αναβολή στο Συμβούλιο των Δέκα τους παθόντες. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό, πως δεν υπήρχε αναστολή που να εκπήγαζε από την αποδοχή του ιατρικού απορρήτου. Οι δύο διατάξεις του Συμβουλίου των Δέκα του 1461 και του 1467 επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι το φαινόμενο της ερωτικής αυτής παρέκκλισης δεν περιοριζόταν στην ομοφυλόφιλη σχέση ανδρών αλλά αποτελούσε στον ίδιο, αν όχι σε μεγαλύτερο, βαθμό πρακτική που συνηθιζόταν και στην ερωτική σχέση μεταξύ ετερόφυλων. Ιδιαίτερα, μάλιστα, η διάταξη του 1467 εστιάζεται αποκλειστικά στο φαινόμενο του σοδομισμού γυναικών και παιδιών παρακάμπτοντας την κατηγορία των ενήλικων ανδρών. Αυτό, βέβαια, θα μπορούσε να εξηγηθεί ως διαπίστωση ότι σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της παθητικής συνεύρεσης για τους άνδρες είχε την αφετηρία του στην παιδική ηλικία.

 Ν. Γ. Μοσχονάς: Έλεγχος και καταστολή της ερωτικής παρέκκλισης στη Βενετία του 15ου αιώνα
στο Ανοχή και καταστολή στους Μέσους Χρόνους (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2002)

Δεν υπάρχουν σχόλια: