29.5.10

ΩΠΑ!

Eurovision 2010: Opa (Greece)
.
όπα [ópa] επιφ. : 1. δηλώνει ξάφνιασμα, θαυμασμό, επιδοκιμασία, ειρωνεία κτλ.: ~ για κοίτα ποιος ήρθε! 2. συνοδεύει κινήσεις χορευτή ελληνικής (λαϊκής) μουσικής. 3. συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού. (έκφρ.) έχω κπ. στα ~ ~, για να δηλώσουμε την υπερβολική αδυναμία και φροντίδα προς κπ.: Tη γυναίκα του την έχει στα ~ ~.
[επέκτ. του οπ]
(greek-language.gr)

Ώπα
Ελληνική δημώδης έκφραση που συνοδεύει συγκεκριμένες περιστάσεις ή πράξεις. Λέγεται συχνά χορεύοντας, λόγω διασκέδασης ή ενθουσιασμού. Πολλοί ξένοι (κυρίως τουρίστες) ξέρουν την έκφραση για τους παραπάνω λόγους.
Η έκφραση Ώπα! ακούγεται συχνά σε ταινίες ή τραγούδια. Για παραδείγμα στον "Γάμο αλά Ελληνικά" ακουγόταν ενώ οι Έλληνες χόρευαν. Ένα πολύ γνωστό τραγούδι είναι το ώπα-ώπα των Antique, το πρώτο single που είχαν κυκλοφορήσει στη Σουηδία. Έκανε περισσότερες από 60.000 πωλήσεις το 1999. Το 2004 η Δέσποινα Vandi επέλεξε το ώπα-ώπα για το δεύτερο διεθνής κυκλοφορίας single της.
Εκτός από αυτό, η έκφραση χρησιμοποιείται σε έκπληξη, αλλά και ως προσταγή σε κάποιον να σταματήσει κάποια ενέργεια.
Τέλος με τη φράση "ώπαλα μάνα ώπαλα" αποδίδεται η κατάσταση σε οποιοδήποτε είναι έτοιμος για χορό ή βρίσκεται σε έντονο ενθουσιασμό. (el.wikipedia.org)