4.3.10

ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ 1

.
Ποιητής στην Νέα Υόρκη
του Χρήστου Γούδη
Περιπέτεια και Προφητεία
«Πιστεύω ότι θα επιστρέψω αύριο» έγραφε σε ένα πρόχειρο σημείωμα, που συνόδευε τα χειρόγραφα του έργου του «Ποιητής στη Νέα Υόρκη», ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στο μελλοντικό εκδότη του έργου Χοσέ Μπεργκαμίν, λίγο πριν από τελευταίο ταξίδι του στη Γρανάδα (στις 10 ή 12 Ιουλίου του 1936). Ο Λόρκα δεν επέστρεψε ποτέ. Εκτελέσθηκε στις 19 Αυγούστου του 1936. Τα χειρόγραφα φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό και το έργο γνώρισε δύο ταυτόχρονες εκδόσεις το 1940, μία στο Μεξικό (εκδόσεις Seneca) και μία δίγλωσση στην Νέα Υόρκη (εκδόσεις Norton). Οι μεταξύ τους διαφορές, κυρίως ως προς την συγκρότηση των ποιημάτων κάτω από συγκεκριμένες ενότητες, αποτέλεσε το έναυσμα μιας μακρόχρονης αντιπαράθεσης και αμφισβήτησης γύρω από το τι πραγματικά επιθυμούσε ο ποιητής και με ποιον τρόπο θα ταξινομούσε το «υλικό» του αν βρίσκονταν ακόμα στη ζωή. Κάτω από τον τίτλο αυτό θα συμπεριελάμβανε όλα τα ποιήματα που έγραψε στην Αμερική την ίδια εποχή ή θα εξέδιδε κάποια από αυτά σε ένα διαφορετικό, αυτόνομο ποιητικό έργο με τίτλο «Γη και Σελήνη», όπως διαφαινόταν από τα όσα έλεγε κατά καιρούς σε συνεντεύξεις του; Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό και θα παραμείνει αναπάντητο.
Όμως σε τίποτε δεν αλλάζει την ουσία της ποίησής του. Γιατί το ποιητικό έργο του Λόρκα που γράφτηκε κατά την παραμονή του στην Νέα Υόρκη (Ιούνιος 1929 - Μάρτιος 1930) αποτελεί σημείο καμπής στην πορεία του. Ο ποιητής του «πνεύματος της γης» ήρθε αντιμέτωπος με τα «δαιμόνια της πόλης». Τα προσδιόρισε, τα κατήγγειλε και τα αφόρισε. Και παράλληλα προφήτευσε, ειδικά για τη Νέα Υόρκη, αυτά που έμελλε να της συμβούν στις μέρες μας («Χορός του Θανάτου»). Και ενδεχομένως αυτά που θα συμβούν στο μέλλον. Κατά μία ειρωνική σύμπτωση τα σουρεαλιστικά και ακατανόητα ποιήματα του Λόρκα εκείνης της εποχής, με την διεύρυνση των νοημάτων που έφεραν τα χρόνια, αποδείχτηκαν τα πιο ρεαλιστικά και πιο προφητικά ποιήματα του καιρού μας.
Ο σκοτεινός έρωτας και η ιερότητα του «άλλου»
Προσωπική εσωτερική κρίση που άγγιζε τα όρια της κατάρρευσης και της αυτοκαταστροφής, βαθύτατο θρησκευτικό συναίσθημα και αυξημένη κοινωνική ευαισθησία είναι οι παράγοντες που διαμόρφωσαν το ψυχικό υπόστρωμα το οποίο δέχτηκε το πολιτιστικό σοκ της επαφής του ποιητή των χρόνων της αθωότητας με τον γιγάντιο αμοραλιστικό μηχανισμό της «πόλης».
Ο Λόρκα φθάνει στη Νέα Υόρκη για να ξεφύγει από μια βαθιά ερωτική απογοήτευση, έναν σκοτεινό «απαγορευμένο» έρωτα, που τον σημαδεύει υπαρξιακά. Τα επιγράμματα που χρησιμοποιεί για τις επιμέρους ενότητες του «Ποιητή στη Νέα Υόρκη» και τα οποία μικρή ή ουδεμία σχέση έχουν με το περιεχόμενο των ποιημάτων του, είναι χαρακτηριστικά της ψυχικής του κατάστασης («Μανία, χρώμα του έρωτα, έρωτα, χρώμα της λησμονιάς», του Λουΐς Θερνούδα, «ένα πουλί από χαρτί μέσα στο στήθος, μου τραγουδά πώς ο καιρός για τα φιλιά δεν έχει φτάσει», του Βιθέντε Αλεϊσάντρε). Την ερωτική του απογοήτευση (ιστορικά τεκμηριωμένη) συνοδεύει παράλληλα το αίσθημα του «προδομένου από τους φίλους του» (Νταλί και Μπουνιουέλ) τους οποίους θεωρεί ότι τον σατιρίζουν στην ταινία τους «Ανδαλουσιανός σκύλος».
Το βαθύ θρησκευτικό του συναίσθημα και η προσήλωσή του στον καθολικισμό φαίνεται από τα γράμματα που στέλνει από την Νέα Υόρκη στην οικογένειά του. «Παρακολούθησα λειτουργίες διαφόρων θρησκευμάτων και βγήκα από αυτές με έναν καινούργιο ενθουσιασμό για τον υπέροχα όμορφο και αξεπέραστο Ισπανικό Καθολικισμό. Τώρα μπορώ να καταλάβω πόσο θαυμαστά ένας Ανδαλουσιανός ιερέας ψάλλει τη θεία λειτουργία. Ο ισπανικός λαός έχει μία εσωτερική αίσθηση ομορφιάς και μία ανώτερη αίσθηση της παρουσίας του Θεού στον ναό. Τώρα μπορώ να αντιληφθώ την μοναδικότητα της ισπανικής θείας λειτουργίας, το πιο ένθερμο από όλα τα θεάματα. Η λατρεία της Παρθένου στην Ισπανία έχει τη δική της μοναδική ιδιοπροσωπία με υψηλή ποίηση και ωραιότητα». (Νέα Υόρκη, 14 Ιουλίου 1929). Αυτή άλλωστε η ανάγκη επαφής του με τον πνευματικά οικείο του καθολικισμό, σαν αντίδραση κατά του «ξένου» γι’ αυτόν προτεσταντισμού, τον κάνει να ολοκληρώσει κατά τους πρώτους μήνες της παραμονής του στη Νέα Υόρκη την «Ωδή στη Θεία Ευχαριστία» που είχε αρχίσει μερικά χρόνια νωρίτερα.
Η κοινωνική του ευαισθησία, ήδη γνωστή από τις «Τσιγγάνικες Μπαλάντες» που του προσέδωσαν το προσωνύμιο «ποιητής των Τσιγγάνων», τον φέρνει κοντά στους νέγρους της Αμερικής για τους οποίους έγραψε και τα πρώτα ποιήματά του (χρονολογικά) κατά την παραμονή του εκεί. «Παίρνω τους δρόμους και συναντώ τους νέγρους. Ότι κι αν λένε, αυτοί είναι το πιο λεπτό, το πιο πνευματικό στοιχείο στον κόσμο. Γιατί πιστεύουν, γιατί ελπίζουν και τραγουδούν, και γιατί έχουν μία θεσπέσια θρησκευτική ραθυμία που τους λυτρώνει από όλα τα επικίνδυνα άγχη της καθημερινότητας. Θέλοντας να ανακαλύψω τι σκέφτονταν οι νέγροι, τους παρακολούθησα να χορεύουν, γιατί ο χορός είναι ο μοναδικός, σπαρακτικός τρόπος που εκφράζουν τα αισθήματά τους και τον πόνο τους» (από την διάλεξη του Λόρκα την σχετική με το έργο του «Ποιητής στη Νέα Υόρκη» που δόθηκε στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 1932). Η προάσπιση της ετερότητας, του «άλλου», τον φέρνει κοντά στην στήριξη της «αξιοπρεπούς ομοφυλοφιλίας» όπως είναι φανερό στην «Ωδή για τον Ουόλτ Ουΐτμαν», αλλά και στην συνειδητοποίηση της παρουσίας και την ποιητική εκφορά των «άλλων συστημάτων» (πουλιών, εντόμων, κορμών δέντρων, νερού, άμμου, σελήνης) στην οποία οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος και το μεγαλείο του «Ποιητή στη Νέα Υόρκη».
Η κοινωνική αδικία, η χαμένη πίστη και ο σκοτεινός έρωτας αποτελούν τα κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση αυτού του έργου του οποίου η εξωτερική δομή αντανακλά την εσωτερική μελαγχολική συγκρότηση της ψυχής (persona) του ποιητή.
O ποιητής και η πόλις
Η «Έρημη Χώρα» του T.S. Eliot (από την οποία ο Λόρκα ενεπνεύσθη τον τίτλο «Γιέρμα» – Έρημη – για το γνωστό θεατρικό του έργο), το «Manhattan Tranfer» του John Dos Passos και η «Μητρόπολις» του Fritz Lang αποτέλεσαν αντίστοιχα το ποιητικό, λογοτεχνικό, και κινηματογραφικό υπόστρωμα της εποχής μέσα από το οποίο ο ποιητής προσέλαβε την Νέα Υόρκη. Για να καταλήξει στο ποιητικό του δημιούργημα (hecho poetico) μιας «συμφωνίας των θορύβων και της πολυπλοκότητας της πόλης» κατά την προσφιλή του έκφραση. Μιας πόλης που την χαρακτηρίζει η αδιαφορία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η υλιστική διαφθορά του έρωτα και της θρησκείας, η αλαζονική ανθρωποκεντρικότητα, η υποβάθμιση της φύσης και η αποξένωση των διακριτών κοινωνικών ομάδων. Μιας πόλης που δημιουργεί το αίσθημα της πνευματικής κενότητας και της μεταφυσικής μοναξιάς παρά το πολυάνθρωπο του πληθυσμού της ή ίσως λόγω ακριβώς αυτού. Μιας πόλης της οποίας οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι βρίσκουν αλληλέγγυο και υποστηρικτή τους τον ποιητή, που σαν Χριστός ξεχασμένος, απόβλητος ή προδομένος, προσφέρει μέσα από τα ποιήματά του, το σώμα του θυσία στα πλαίσια μιας «θείας κοινωνίας» για τη διάσωσή της.
Την διάσωση της πόλης, που τις μέρες της παρουσίας του εκεί ζει το χρηματιστηριακό κραχ του '29. «Πριν από μερικές μέρες είχα την ευχαρίστηση (ή την φρίκη) να δω την κατάρρευση του χρηματιστηρίου. Όπως ξέρετε το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είναι το χρηματιστήριο ολόκληρου του κόσμου. Το κραχ δεν σημαίνει τίποτε για τη διεθνή οικονομία. Ήταν όμως τρομερό. Δώδεκα δισεκατομμύρια δολάρια χάθηκαν! Η όψη της Γουώλ Στρητ, για την οποία σας έχω ήδη μιλήσει (το κέντρο της παγκόσμιας τραπεζικής βιομηχανίας), ήταν απερίγραπτη. Ξόδεψα πάνω από επτά ώρες ανακατωμένος με το πλήθος όταν ο πανικός ήταν στο ζενίθ. Απλά δεν μπορούσα να φύγω. Όπου και αν κοίταζες υπήρχαν άνθρωποι που φώναζαν και διαπληκτίζονταν σαν τα ζώα, και γυναίκες που ολοφύρονταν. Ομάδες Εβραίων ούρλιαζαν και θρηνούσαν στις σκάλες και σε κάθε γωνία. Ήταν οι άνθρωποι που είχαν καταστραφεί μέσα σε μία νύχτα. Οι δρόμοι –τα φοβερά φαράγγια ανάμεσα στα κολοσσιαία κτίρια- ήταν γεμάτοι με υστερία και χάος, και δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί τον πόνο και την αγωνία του πλήθους. Φυσικά, όσο πιο πολύ κανείς πανικοβάλλονταν τόσο οι τιμές των μετοχών πέφτανε. Μέσα στο πλήθος, στα ουρλιαχτά και την αφόρητη υστερία, συνάντησα μία φίλη μου που ήρθε καταπάνω μου θρηνώντας γιατί είχε χάσει ότι είχε και δεν είχε, περίπου πενήντα χιλιάδες δολλάρια. Προσπάθησα να την παρηγορήσω όπως κάποιοι άλλοι φίλοι της. Η ίδια σκηνή παντού, άνθρωποι λιποθυμούσαν, αυτοκίνητα κορνάριζαν ασταμάτητα, τηλέφωνα χτυπούσαν. Δώδεκα δισεκατομμύρια δολλάρια χάθηκαν. Απλά απίστευτο.
Μόλις ξέφυγα απ’ αυτήν την κόλαση, ανακάλυψα ότι η κυκλοφορία στην Έκτη Λεωφόρο είχε διακοπεί. Ένας τραπεζίτης είχε πηδήξει από το παράθυρο του δωματίου του, από τον δέκατο έκτο όροφο του ξενοδοχείου Άστορ. Πλησίασα εκεί τη στιγμή που μετέφεραν το πτώμα του. Ήταν ένας πολύ ψηλός κοκκινομάλλης και το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι τα πελώρια κατάλευκα χέρια του απλωμένα στον γκρίζο τσιμεντοστρωμένο δρόμο. Αυτή η σκηνή μου έδωσε μιαν άλλη όψη του αμερικανικού πολιτισμού, και την βρήκα πολύ λογική. Δεν εννοώ ότι μου άρεσε. Αλλά την παρακολούθησα εν ψυχρώ, και χαίρομαι που υπήρξα αυτόπτης μάρτυς. Ήταν μία σκηνή τόσο φρικιαστική, σαν να βυθίζεται πλοίο, και υπήρχε μια παντελής απουσία Χριστιανισμού. Τους λυπόμουν όλους αυτούς τους ανθρώπους με τα στενά, περίκλειστα μυαλά τους, θύματα της τρομερής πίεσης και της ψυχρής υπολογιστικής χειραγώγησης δύο ή τριών τραπεζιτών που κατέχουν τον κόσμο» (από γράμμα του ποιητή στην οικογένειά του, την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου του 1929).
Η λυτρωτική προσφορά του ποιητή (που ονειρεύεται) στην πόλη (την χωρίς όνειρα) είναι η υπενθύμιση της παρουσίας της «ζώσας γης» κάτω από τις υλικές υποδομές, τα κτίρια, τα δίκτυα και τα πεζοδρόμια της. Είναι το «άλλο» που υπάρχει και περιμένει να πάρει την εκδίκησή του από τον αλαζονικό άνθρωπο ενός αμοραλιστικού τεχνοπολιτισμού. Γιατί στο τέλος αυτής της διαδρομής το φυσικό και το στοιχειώδες θα καταστρέψει το τεχνητό και το μηχανικό και τα σύμβολα αυτού του υποτιθέμενου πολιτισμού θα καταπέσουν κάτω από τα χτυπήματα των αδυνάτων. Θα είναι η εκδίκηση της Μητέρας Γης του Λόρκα, μιας μητέρας που ποτέ δεν μπόρεσε να αποχωρισθεί ο ποιητής. Κάτι που επεσήμανε από παλιά ο δικός μας Γιάννης Τσαρούχης όταν έγραφε: «Δεν είναι παράδοξο αν πούμε πώς ο Λόρκα είναι αδελφός του Πικάσο, του Νταλί και του Μιρό, που έμεινε στην πατρίδα για οικογενειακούς λόγους ή κάτι τέτοιο. Για να κοιτάξει, ίσως, τα άγονα και έρημα κτήματά τους. Έμεινε στο χωριό του για να νοιαστεί τα έρημα και τα δύσκολα. Ήταν φυσικό να πάει άδικα».
.
________________________________________
Χορός του θανάτου

Η μάσκα. Δείτε τη μάσκα.
πώς έρχεται απ' την Αφρική στη Νέα Υόρκη.

Πάνε τα πιπερόδεντρα,
και τα μικρά του φώσφορου μπουμπούκια.
Πάν’ οι καμήλες με τη ξεσκισμένη σάρκα
και οι κοιλάδες του φωτός που ο κύκνος
με το ράμφος του στα ύψη κουβαλούσε.

Ήταν η ώρα των πραγμάτων των ξερών:
του αγκαθιού στο μάτι και του γάτου του φυλλωτού,
της οξείδωσης του σίδερου των μεγάλων γεφυρών
κι η οριστική σιωπή των φελλών.

Ήτανε η μεγάλη σύναξη των πεθαμένων ζώων
των σουβλισμένων στα σπαθιά του φωτός.
Η αιώνια ευθυμία του ιπποπόταμου με τις οπλές της στάχτης
και της γαζέλας μ’ έναν αμάραντο μες στο λαιμό.

Στην μαραμένη χωρίς κύμα μοναξιά
χόρευε η χαρακωμένη μάσκα.
Το ένα μισό του κόσμου ήτανε από άμμο,
τ' άλλο μισό από υδράργυρο και ήλιο κοιμισμένο.

Η μάσκα. Δείτε τη μάσκα!
Άμμος, καϊμάν και φόβος πάνω απ’ τη Νέα Υόρκη.

Φαράγγια από ασβέστη φυλάκιζαν τον άδειο ουρανό
όπου αντηχούσαν οι φωνές εκείνων που πεθαίνανε κάτω απ’ το γουανό.
Ένας ουρανός καθάριος και αγνός, ταυτόσημος με τον εαυτό του,
με το χνούδι και τον κρίνο τον οξύ των αόρατων βουνών του,
αποτέλειωσε τους πιο ισχνούς μίσχους του τραγουδιού

και χάθηκε στην πακεταρισμένη πλημμυρίδα των χυμών,
δια μέσου της ανάπαυσης των έσχατων κατατομών
σηκώνοντας με την ουρά κομμάτια από καθρέφτη.
Κι ενώ ο Κινέζος έκλαιγε επάνω στη σκεπή

χωρίς το γυμνό της γυναίκας του σώμα να βρει,
κι ο μάνατζερ της τράπεζας παρατηρούσε το μανόμετρο
που μετράει του χρήματος την σκληρή σιωπή,
η μάσκα έφθανε στη Γουώλ Στρήτ.

Δεν είν' παράξενος για το χορό
αυτός ο περιστερεώνας που κάνει το μάτι ωχρό.
Απ' τη σφίγγα στα βόλτα της τράπεζας υπάρχει ένα νήμα τεντωμένο
που διαπερνά, όλων των φτωχών παιδιών την καρδιά.
Η πρωτόγονη ορμή χορεύει με τη μηχανική ορμή
ανυποψίαστες κι οι δυο μες στη φρενίτιδά τους για το φως τ' αυθεντικό.
Γιατί αν οι ρόδες τον τύπο τους ξεχάσουν
θα μπορούν να χορεύουν γυμνές με αλόγων ορδές,
κι αν μια φλόγα τα παγωμένα σχέδια κάψει
ο ουρανός μπρος στην οχλοβοή των παραθύρων θα πρέπει να το σκάσει.

Το μέρος αυτό δεν είν’ παράξενο για το χορό. Πρέπει ξανά να το πω.
Η μάσκα θα χορέψει ανάμεσα σε στήλες αίματος και αριθμών,
ανάμεσα σε θύελλες χρυσού και οιμωγές ανέργων εργατών
που θα ουρλιάζουν, νύχτα σκοτεινή, για τη δίχως φώτα δική σου εποχή.
Ώ, βάρβαρη του Βορρά Αμερική! Ώ, αδιάντροπη! Ώ, βάρβαρη του Βορρά!
Απλωμένη απ’ άκρου σ’ άκρο στις επάλξεις του χιονιά.

Η μάσκα. Δείτε τη μάσκα!
Τι κύμα λάσπης και πυγολαμπίδων πάνω απ' τη Νέα Υόρκη.

Ήμουνα στην ταράτσα παλεύοντας με τη σελήνη.
Σμήνη από παράθυρα κάνανε κόσκινο έναν απ' τους μηρούς της νύχτας.
Στα μάτια μου πίναν οι αγελάδες οι γλυκές των ουρανών
κι οι αύρες των μακρόσυρτων κουπιών
χτύπαγαν τα σταχτιά κρυστάλλινα παράθυρα του Μπρόντγουαιη.

Η στάλα του αίματος αναζήταγε το φως από τον κρόκο τ' άστρου
να καμωθεί πως ήτανε σπόρος νεκρός του μήλου.
Ο αγέρας απ' τα πεδινά, σπρωγμένος από τους βοσκούς
έτρεμε απ' το φόβο του σαν το μαλάκιο γυμνό δίχως το κέλυφός του.

Όμως δεν είναι οι νεκροί εκείνοι που χορεύουν.
Ναι, είμαι σίγουρος γι αυτό.
Είν' βυθισμένοι οι νεκροί στο σπάραγμα των ίδιων των χεριών τους.
Είναι οι άλλοι που χορεύουν με τη μάσκα και τη βιόλα της.
Είναι οι άλλοι, οι μέθυσοι του χρήματος, οι άνθρωποι οι ψυχροί,
αυτοί που κοιμούνται στο σταυρό των μηρών και των σκληρών φλογών,
αυτοί που το σκουλήκι ψάχνουνε στο τοπίο των σκαλιών
αυτοί που στην τράπεζα πίνουνε δάκρυα πεθαμένου κοριτσιού
αυτοί που τρώνε στις γωνιές πυραμιδάκια της αυγής.

Να μη χορέψει ο Πάπας!
Όχι, να μη χορέψει ο Πάπας!
Ούτε ο Βασιλιάς,
Ούτε ο μεγιστάνας με τα μπλε τα δόντια,
Ούτε οι χορεύτριες οι ξερές των καθεδρικών ναών,
Ούτ' εργολάβοι ή τρελοί, σμαράγδια ή σοδομίτες.
Μόνο αυτή η μάσκα.
Αυτή η μάσκα του αρχαίου πυρετού της οστρακιάς
Μόνο αυτή η μάσκα!

Κι οι κόμπρες να συρίζουνε στους έσχατους ορόφους
Και οι τσουκνίδες να κουνάν ταράτσες και αυλές.
Και το Χρηματιστήριο μια μουχλιασμένη πυραμίδα να γενεί.
Και να ‘ρθει άγρια βλάστηση μετά τις καραμπίνες
Και τώρα σύντομα και ξαφνικά, αμέσως τώρα.
Αχ, Γουώλ Στρήτ!

Η μάσκα. Δείτε τη μάσκα!
Πώς φτύνει δηλητήριο του δάσους
μέσα στην ατελή αγωνία της Νέας Υόρκης!

Δεκέμβριος 1929
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
απόδοση: Χρίστος Γούδης
________________________________________
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 12 (Ιούλιος 2008) του περιοδικού Patria. (metopo.gr)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

DANZA DE LA MUERTE

Un pájaro de papel en el pecho dice que el tiempo de los besos no ha llegado.

VICENTE ALEIXANDRE




El Mascarón. ¡Mirad el mascarón!
¡Cómo viene del África a New York!

Se fueron los árboles de la pimienta,
los pequeños botones de fósforo.
Se fueron los camellos de carne desgarrada
y los valles de luz que el cisne levantaba con el pico.

Era el momento de las cosas secas,
de la espiga en el ojo y el gato laminado,
del óxido de hierro de los grandes puentes
y el definitivo silencio del corcho.

Era la gran reunión de los animales muertos,
traspasados por las espadas de la luz;
la alegría eterna del hipopótamo con las pezuñas de ceniza
y de la gacela con una siempreviva en la garganta.

En la marchita soledad sin honda
el abollado mascarón danzaba.
Medio lado del mundo era de arena,
mercurio y sol dormido el otro medio.

El mascarón. ¡Mirad el mascarón!
¡Arena, caimán y miedo sobre Nueva York!

*

Desfiladeros de cal aprisionaban un cielo vacío
donde sonaban las voces de los que mueren bajo el guano.
Un cielo mondado y puro, idéntico a sí mismo,
con el bozo y lirio agudo de sus montañas invisibles,

acabó con los más leves tallitos del canto
y se fue al diluvio empaquetado de la savia,
a través del descanso de los últimos desfiles,
levantando con el rabo pedazos de espejo.

Cuando el chino lloraba en el tejado
sin encontrar el desnudo de su mujer
y el director del banco observaba el manómetro
que mide el cruel silencio de la moneda,
el mascarón llegaba al Wall Street.

No es extraño para la danza
este columbario que pone los ojos amarillos.
De la esfinge a la caja de caudales hay un hilo tenso
que atraviesa el corazón de todos los niños pobres.
El ímpetu primitivo baila con el ímpetu mecánico,
ignorantes en su frenesí de la luz original.
Porque si la rueda olvida su fórmula,
ya puede cantar desnuda con las manadas de caballos;
y si una llama quema los helados proyectos,
el cielo tendrá que huir ante el tumulto de las ventanas.
No es extraño este sitio para la danza, yo lo digo.
El mascarón bailará entre columnas de sangre y de números,
entre huracanes de oro y gemidos de obreros parados
que aullarán, noche oscura, por tu tiempo sin luces,
¡oh salvaje Norteamérica! ¡oh impúdica! ¡oh salvaje,
tendida en la frontera de la nieve!

El mascarón. ¡Mirad el mascarón!
¡Qué ola de fango y luciérnaga sobre Nueva York!

*

Ανώνυμος είπε...

Yo estaba en la terraza luchando con la luna.
Enjambres de ventanas acribillaban un muslo de la noche.
En mis ojos bebían las dulces vacas de los cielos.
Y las brisas de largos remos
golpeaban los cenicientos cristales de Broadway.

La gota de sangre buscaba la luz de la yema del astro
para fingir una muerta semilla de manzana.
El aire de la llanura, empujado por los pastores,
temblaba con un miedo de molusco sin concha.

Pero no son los muertos los que bailan,
estoy seguro.
Los muertos están embebidos, devorando sus propias manos.
Son los otros los que bailan con el mascarón y su vihuela;
son los otros, los borrachos de plata, los hombres fríos,
los que crecen en el cruce de los muslos y llamas duras,
los que buscan la lombriz en el paisaje de las escaleras,
los que beben en el banco lágrimas de niña muerta
o los que comen por las esquinas diminutas pirámides del alba.

¡Que no baile el Papa!
¡No, que no baile el Papa!
Ni el Rey,
ni el millonario de dientes azules,
ni las bailarinas secas de las catedrales,
ni construcciones, ni esmeraldas, ni locos, ni sodomitas.
Sólo este mascarón,
este mascarón de vieja escarlatina,
¡sólo este mascarón!

Que ya las cobras silbarán por los últimos pisos,
que ya las ortigas estremecerán patios y terrazas,
que ya la Bolsa será una pirámide de musgo,
que ya vendrán lianas después de los fusiles
y muy pronto, muy pronto, muy pronto.
¡Ay, Wall Street!

El mascarón. ¡Mirad el mascarón!
¡Cómo escupe veneno de bosque
por la angustia imperfecta de Nueva York!


Federico García Lorca,
diciembre de 1929