31.10.07

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ. ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

Image Hosted by ImageShack.us
Ναπολέων Λαπαθιώτης, 31/10/1888- 7/1/1944
Ποιητής, Ελλάδα
.
Μες στην ορφάνια και την ερημιά μου,
κι εγώ ζητώντας κάποιο γιατρικό,
βγάζοντας το κουτί με τα τσιγάρα,
του πρόσφερα με τρόπο φιλικό.
Με κοίταξε παράξενα και πήρε,
συλλογισμένο κι αινιγματικό
…………
Γύρισε μόνο σιωπηλά τα μάτια
που μάντευα μιαν άρρητη ομορφιά
και τα ‘μπηξε έτσι μέσα στα δικά μου,
μ’ επιμονή και θλίψη σαν καρφιά,
που πια δεν βάσταξα άλλο, και του λέω:
- Πώς έτσι μόνος, δίχως συντροφιά;
.
(Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, Ο έρως του απολύτου)
Τάκης Σπετσιώτης: Τριανδρίες και Σία (Άγρα)

4 σχόλια:

erva_cidreira είπε...

Εκ βαθέων

Λυπήσου με, Θέ μου, στο δρόμο που πήρα,
Χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς,
- χωρίς να’ χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!

Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
Προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθεί
Ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
Ζητώντας εκείνο που δεν θα βρεθεί!

Λυπήσου όλα εκείνα που πάνε του κάκου,
Γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
Και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
Χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!

Λυπήσου και κείνα, λυπήσου και μένα,
- και μένα που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράγματα ξένα,
που δεν έχουν, Θέ μου, καμιά λογική…

Λιγάκι να κάνω πως κάτι με σέρνει,
Λιγάκι να φέξει μες στα σκοτεινά,
Κι αμέσως η μοίρα μου να ξαναπαίρνει,
Κι αμέσως η νύχτα γυρίζει ξανά…

Λυπήσου με, Θέ μου, στην απόγνωσή μου,
Λυπήσου την φλόγα που ματαία σκορπώ
- λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…

ΚΙ ΕΠΙΝΑ ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΑ ΧΕΙΛΙΑ ΣΟΥ

Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
Κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
Το γλυκό σου μάτι,

Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
Στο κορμί μου γύρω γύρω,
Κι έπινα μέσα απ’ τα χείλια σου,
Γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,

Και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου
Γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
Και ήταν άσπρό το κρεβάτι μας
Κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…

Έτσι αγάπη μου σε χόρτασα
Κι έτσι αγάπη μου σε ήπια
Μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
Στ’ άνομα καρδιοχτύπια

Κι απ΄ το μέλι ποθοπλάνταζε
Το κορμί σου και το μάτι
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι

Άτιτλο;

Κάτω στου Μήτσου το τεκέ
Κάναν οι μπάτσοι μπλόκο,
Και βρήκαν ντουμανότρυπες
Κι ένα γιαπί λουλάδες,
Πενηνταδυό διμούτσουνες
Και δεκαοχτώ μαρκούτσια.
Σουρτά, σουρτά με μπαμπεσιά
Ζυγώσαν οι ρουφιάνοι
Με ζούλα ήρθαν οι πούστηδες
Και μας εβάναν μπροστά:
Τσιμπήσαν πρώτα το Μπαλήν
Όπου φυλούσε τσίλλιες
Και μπήκαν στο τσαρδάκι μας

Και μας τα κάναν λίμπα!
Πήραν τις ντουμανότρυπες
Πήραν και τους λουλάδες,
Πήραν και τις διμούτσουνες

Τα δεκαοχτώ μαρκούτσια
Πήραν και του ντερβίσηδες
Και στο πλεκτό το πάνε,
Πήραν το Μίκα το Ντουρντή
Το τζε του Νταλαβέρη
Το Μπάρμπουλα, το Μπόρμπουλα
Και το Μπαλή το Μήτσο
Πήρανε και το Ντερτιλή
Το Ντάτα το θηρίο
Πούκαντε πέντε στη Παλιά
Και δώδεκα στ’ Ανάπλι
Κι όντας τσακίζεται
Λέει: Οφ, τα’ αδερφάκι!

………………………………….

Τα ποιήματα της σκιάς 1939-1943

1939

τώρα , που γυρίζει πάλι,
προς την άνοιξη ο καιρός,
κι ο ήλιος , σαν καρδιά μεγάλη,
μας αγγίζει φλογερός^

που όλα γύρω απ’ του χειμώνα
λυτρωμένα να ζούνε μόνα,
λαχταρούνε για στοργή,

κι όλα βρίσκουν τα ‘να τα’ άλλ
Σα χαμένο θησαυρό
Με το νού μου είπα να βάλω
Κι εγώ κάτι πως θα βρω…

Και κινώντας ένα γιόμα,
Σαν αλήτης που πεινά
(και απ’ αυτόν ίσως ακόμα
πιο βουβά και ταπεινά)

και με κάποιον κρυφό τρόμο,
στην ψυχή την ορφανή,
γύρεψα διλά στο δρόμο
κάτι, θε μου να φανεί!

Μα δεν πρόκανες ελπίδα
Μια στιγμή να μου φανείς
Και για μένα , αμέσως, είδα,
Πως Δε βρίσκετε κανείς,

Και χωρίς να ρίχνω πίσω
Μάτια πόθου φλογερά.
Πρέπει ν’ αποχαιρετήσω
Κάθε σκέψη και χαρά…

Τι κι αν όλα λένε, γύρα,
Πως δεν ήταν ως εκεί,
Κι αρχινάν, της γης τα μύρα,
Την παλιά τους μουσική;

Τι και φέγγε, απάνωθέ μου,
Πλούσιος ο ήλιος ο παλιός;
Ολ’ αυτά, για μένα, Θε μου,
Πόσο, τότε, ήταν αλλιώς…

Κι έτσι, ανοίγοντας τη θύρα,
Που οδηγεί προς τα Παλιά,
Να σκορπίσουν όλα, γύρα
Σαν ανώφελα πουλιά,

Θα βαδίσω προς το Πέρα,
Δίχως τίποτα να πω,
Χωρισμένος κάθε μέρα
Κι από κάτι π’ αγαπώ

Καρτερώντας ως την ώρα,
Πάλι, Θε μου, που θενά
Σμίξουμε, για πάντα τώρα
Μες στο Μέγα Πουθενά…

ΕΝΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ
Και ο λόγος σάρξ εγένετο, και εσκήνωσεν εν ημίν
Το κατά Ιωάννην ευαγγέλιον

1
μες στη βαθιά τη νύχτα – πάνε χρόνια,
στου Αγνώστου την αθώρητη κορφή
πιο πέρα κι απ’ τους δρόμους της Χιμαίρας
υπήρχε από καιρό, δεν ξέρω, τι
- κάτι δειλό, κι αλλόκοτο, και μόνο,
που γύριζε, και γύρευε μορφή.

Να γίνει, απ’ όλα γύρω του, το πρώτο,
Θε να ταν απ’ την μοίρα του γραφτό^
Μπορεί κανένα πλάσμα, ίσαμε τώρα,
Να μην είχε φανεί καθώς αυτό^
Μπορεί και να ήταν κάποια Παρουσία
Κάποιο λυσίπονο τελειωτικό…

Και να που, με καιρό, καθώς γυρνούσε,
Ζητώντας , μεσ’ απ’ άστρα να φανεί,
Κατόρθωσε και πρόβαλε, επιτέλους
Ένα φτωχό λουλούδι, ένα πρωί…
Τρίλλιζαν, κελαηδούσαν τα πουλάκια,
Χαρά θεού, γελούσαν οι ουρανοί!

Βγήκε σε μια πλαγιά, - τα’ ήταν δεν ξέρω,
Και μήτε και μπορώ να πω το που:
Φτωχό λουλούδι, καν απλό χορτάρι
Του κάμπου των αγρών ή του γιαλού,
- κι αν άνοιξε στα μέρη τα δικά μας
ή μην αυτό συνέβη αλλού…

το μεσημέρι φάνταζε Σα φλόγα,
και γιόμιζε το μέρος ευωδιά^
μια μικρή μέλισσα ήρθε, προς το βράδυ,
στα πέταλά του τα χιμαιρικά,
κι έγινε το καλύτερο το μέλι,
σ’ όλο τον τόπο εκείνη τη χρονιά…

μεγάλωσε, έτσι, αμέριμνα, ως το βράδυ^
μα πριν το βράδυ πέσει στο βουνό,
περινούσ’ ένας βοσκός με το κοπάδι,
που αργά τραβούσε κατά το χωριό^
το’ κοψε, και το πέταξε πιο πέρα^
πριν να προβάλουν τα’ άστρα, ήταν νεκρό…

2
τη δεύτερη φορά που ήρθε στη γη μας,
ήταν ένα γατάκι γαλανό^
γεννήθηκε μια νύχτα του Φλεβάρη,
λαμπρό φεγγάρι ήταν στον ουρανό^
κι αυτό έγινε, δεν ξέρω σε ποιον τόπο,
σ’ ένα μικρό σπιτάκι σκοτεινό.

Σ’ αυτό καθόταν μοναχά μια γριούλα^
Μια γριούλα με τα πέντε της παιδιά^
Τα δυο μεγάλα λείπανε στα ξένα,
Χωρίς ελπίδα να γυρίσουν πια^
Μονάχα τα κορίτσια ήταν κοντά της,
Κι ο πιο μικρός με τα σγουρά μαλλιά.

Λίγο έλειψε κι αυτό να πάει με τα’ άλλα:
Μα επειδής ήταν άσπρο, παχουλό,
Το γλυτώσεν αποβραδίς η Αννούλα ,
Και το’ βανε κρυφά στο πλυσταριό^
Και αργότερα του πέρασε, για χάζι,
Μια κορδελίστα γύρω στο λαιμό.

Ποιος να’ λεγε σ’ εκείνους τους καημένους,
Που ζούσαν πάντα τόσο ταπεινοί,
Πως έλαχε σ’ αυτούς ο κλήρος, τώρα,
Ν’ ακούσουν τη μεγάλη τη Φωνή.
- να ιδούν το Κάτι εκείνο , που είχε κάνει,
δεν ξέρω πόσους αιώνες να φάνει!

Τώρα ήταν ένα σύχαρο γατάκι,
Παράξενα θλιμμένο και γλυκό^
Τα μάτια του κοιτούσαν ώρες- ώρες,
Μ’ ένα μυστήριο τόσο αγγελικό,
Που μόνο αυτό θ’ αρκούσε, μια για πάντα,
Να διώξει απ’ τους ανθρώπους το κακό…

Τότε έπεσε πολλή χαρά στο σπίτι:
Γύρισε ο πρώτος γιος, ο ναυτικός,
Με το πουγγί γιομάτο, από τα ξένα^
Σε λίγο ήρθε και ο δεύτερος ο γιος^
Κι η Αννούλα πήρε κάποιο παλικάρι,
Κι έπαψε η γρίνια πια και ο τσακωμός…

Η δεύτερη διορίστηκε δασκάλα,
Σ’ ένα χωριό γειτονικό, σιμά^
Κι ο μικρούλης, ακόμα ο πιο τεμπέλης,
Δούλευε τώρα, κι έβγαζε αρκετά.
Στα τελευταία, κι η μάνα μια αυγούλα,
Κοιμήθηκε, κι αυτή παντοτινά…

Και το γατάκι ξάπλωνε στον ήλιο,
Κι όλα βαδίζαν, όλα, μια χαρά!
Μα να που ένα βραδάκι του χειμώνα,
Το βρήκε πάλι κάποια συφορά:
Μια ρόδα, ξαφνικά το πήρε σβάρνα,
Και του’ σπασε και τα δυο του τα πλευρά…

Στο δρόμο, χάμου, απόμεινε πεσμένο,
Καλώντας, λες, κι εγώ δεν ξέρω τι,
Με την απελπισμένη του φωνούλα,
Θλιμμένη τόσο, και σπαραχτική!
Μ’ αν έτυχε και κάποιοι να περάσουν,
Ήταν αδιάφοροι και βιαστικοί…

Στις πέντε, προς το βράδυ, ξεψυχούσε^
Τριγύρω του απλωνόταν ερημιά^
Κανένας, τώρα, να το συμπονέσει,
Μήτε καμιάν ελπίδα πουθενά…
Πύκνωσε το σκοτάδι, βγήκαν τα’ άστρα,
Κι αρχίνησε να βρέχει σιγανά.

Στις έντεκα, τη νύχτα ζούσε ακόμα^
Μα τώρα πια η φωνή του ήταν φριχτή
Θαρρείς ένα τραγούδι του Υπερπέραν,
- κάτι που δεν λεγόταν πια φωνή!
Σχεδόν ως τα μεσάνυχτα ακουγόταν,
Ώσπου, στο τέλος, έπαψε κι αυτή…

3
δοκίμασε άλλη μια φορά για να’ θρει
- κι έγινε ένα παιδάκι τρυφερό^
σο μέρος που γεννήθηκε, είχε πέσει
κακό μεγάλο, εκείνο τον καιρό:
μίση, κακίες, καυγάδες δίχως τέλος,
το τι γινόταν ήταν φοβερό!

Σαν έκλεισε τα πέντε του τα χρόνια,
Και πήγε στο σκολείο της γειτονιάς,
Βασίλεψε παντού μια τέτοια ειρήνη,
Που κλέφτης δεν υπήρχε ούτε φονιάς!
Τώρα, όλες οι γωνιές κι όλες οι στράτες
Ήταν γιομάτες άνθη λεμονιάς…

Κάθε φορά που πήγαινε στην τάξη
Με την μικρή του ζώνη, τη λευκή
Στο δρόμο, όσοι περνούσανε σιμά του,
Γυρνούσαν το κεφάλι εκστατικοί
Και γητεμένοι κι ονειροπαρμένοι
Τα ακολουθούσαν μυστικά ως εκεί!

Κι όσο για τα μεγάλα του τα μάτια,
Τα’ αλλόκοτα, γλυκά και τρυφερά
Σκορπούσαν τόσο φως ολόγυρά του
Κι ήτανε τώρα τόσο φλογερά
- που μόνο αυτά αρκούσαν, εδώ κάτου
να φέρουν την στοργή και την χαρά…

Μα μ’ όλ αυτά δεν γλύτωσε και πάλι:
Κάποιο μουντό βραδάκι θλιβερό,
Την ώρα που αρχινούσε το σκοτάδι
Καθώς γυρνούσε μόνο απ το σκολειό
Σε μια γωνιά περνούσε κάποιο τρένο:
Το πρόλαβε, - και το κόψε στα δυο…

4
κι έτσι, αφού τρεις φορές, μεσ’ απ΄τη Νύχτα
με τρεις μορφές δοκίμασε να ρθει
κατάλαβε πως άδικα ζητούσε
να δει, σ’ αυτή την πλάση, προκοπή
γι’ αυτό, κι εκείνο , γύρισε για πάντα
και χάθηκε, ξανά μες στην Σιωπή.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Είπα πιο πάνω: γύρισε για πάντα
Και χάθηκε, ξανά μες στην Σιωπή
- κι ο μύθος, μια κι Εκείνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
σε αυτή την φράση πρέπει να κοπεί.
Μα τι σημαίνει αυτό το «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ»
Ποιος θα ταν ικανός να μας το πει;…

ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Το Άγνώστο γύρω και παντού, - κι ο Νόμος ο Τρανός του!
Κι ενώ σε είμαστε παρά μορφές αυτού του Αγνώστου,
Φαντάσματα, όλοι, και καπνοί, στην δίνη της Αβύσσου
(με τα’ όνειρο, φτωχή ψυχή, για μόνη απολαβή σου),

μάταια φαντάσματα, τυφλά, που το σκοτάδι σπέρνει
που η νύχτα φέρνει μια στιγμή, κι η νύχτα, πάλι, παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμό μες στον αιώνιο σάλο,
μισούμε και εχθρευόμαστε – και κρίνει ο ένας τον άλλο…

ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Τις βαριές τις ώρες που είμαι μόνος
Και δεν είναι γύρω μου κανείς
Που δεν είμαι παρά μόνο πόνος,
- περιμένω, Μάνα, να φανείς

Κι όμως ήξερε όλες σου τις πράξεις
Πριν, Σα ρόδο, σπάσεις και σαπείς
Σχεδόν ξέρω πως θα με κοιτάξεις
Και τα λόγια ακόμα, που θα πεις…

Ξέρω ακόμα, πως θα με χαϊδέψεις
Μ’ ένα τρόπο τόσο τρυφερό,
Που θα σβήσεις όλες μου τις σκέψεις
Που με βαραίνουν, τόσο καιρό…


Κι άμα νιώσεις όλο μου τον πόνο,
Τι μεγάλος είναι και βαθύς
Φτάνει τη ματιά μου να δεις μόνο,
- δεν θα φύγεις… θα με λυπηθείς!

ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ…

Είμαι μόνος. Βραδιάζει. Τι να κάνω…
Τα χέρια μου είναι τόσο απελπισμένα!
Τα χέρια μου είναι τόσο κουρασμένα!
Τα αφήνω και γλιστρούν αργά στο πιάνο…

Παίζω στην τύχη, κάτι αγαπημένο,
Κάτι παλιό, και γνώριμο, και πλάνο..
Και πάλι σταματώ. Δεν επιμένω.
Θα προτιμούσα μάλλον να πεθάνω…

ΕΡΙΝΥΕΣ

Παλιά τραγούδια μακρινά χαμένα από καιρό
Μες σε στιγμές αγγελικές ή μέσα στ’ όνειρό μου,
Τώρα που, εντός μου, τίποτα δεν μένει πια γερό
Το βράδυ που σας θυμηθώ μοιάζει με βράδυ τρόμου^

Κι εσάς που πάντα φύλαγα, για μια παρηγοριά
- Σα μια στερνή και μαγική παρηγοριά δική μου
Σας βλέπω τώρα, ξαφνικά ν’ αλλάζετε θωριά
Και να στε απ’ όλες τις πληγές, η πιο μαρτυρική μου!

Για αυτό, σφαλώντας τη ματιά πηγαίνω να χαθώ.
Μες στους πικρούς σας εμπαιγμούς και μες στις ειρωνείες,
Τώρα που τίποτα γερό δεν έμεινε κι ορθό
- τραγούδια μου Ερινύες!..

(Επιλογή-Επιμέλεια Νίκος Λέκκας)

Αναδημοσίευση από το ποιείν- επιθεώρηση ποιητικής τέχνης

Ανώνυμος είπε...

Μεγάλος ποιητής και αρκετά παραμελημένος στην Ελλάδα.

Να συμπληρώσω πως ένα από τα μεγαλύτερα gay περιοδικά της Τουρκίας, το Kaos GL, θα κυκλοφορήσει με αφιέρωμα στον Λαπαθιώτη με τίτλο Wounded, Lonely and Poet.

Ανώνυμος είπε...

Μιας και κατά σύμπτωση έχω σε ηλεκτρονικό αρχείο το κεφ. Θ,Ι,Κ,Λ,Μ "Περί έρωτος" από το ΠΕΝΗΝΤΑ ΣΥΝ ΚΑΤΙ για τον Λαπαθιώτη του Α.Β. Στρατή που δημοσιεύθηκε στην Οδό Πανός - τ.79/80 τον Μάϊο του 1995, επιτρέψτε μου να το προσθέσω στο σημερινό σας αφιέρωμα, αφού κι αυτό αποτελεί μια μικρή ανθολογία.

Επειδή το αρχείο είναι αρκετά μεγάλο και ίσως βαραίνει την σελίδα των σχολίων σας, αν νομίζετε ότι πρέπει να το παραλείψετε ή να το συντομεύσετε πράξτε κατά την κρίση σας.

Ανώνυμος είπε...

ΠΕΝΗΝΤΑ ΣΥΝ ΚΑΤΙ
για τον Λαπαθιώτη


Γράφει ο Α.Β. Στρατής

Θ, Ι, Κ, Λ, Μ

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ

Ι. «Το να συμπαθεί κανένας» - παρατηρεί ο Λαπαθιώτης το 1928 - «τις αρετές ενός ανθρώπου είναι πολύ φυσικό και δεν σημαίνει κατά βάθος τίποτε' εκείνο που είναι σοβαρό είναι ν' αρχίσει να συμπαθεί τα ελαττώματά του' σ' αυτό το επικίνδυνο σημείο μπορεί ν' αρχίσει, ακριβώς, ο έρως». Και φαίνεται πως ήταν αρκετές οι φορές που ένιωσε τον έρωτα να φτερουγίζει μέσα του, γιατί ο ποιητής έγραψε πολλά ερωτικά ποιήματα, στα οποία αναπτύσσεται - με διεξοδικό τρόπο - η περιπέτεια του ανθρώπινου γένους, όταν δοκιμάζεται στον έρωτα και τις περιπέτειες των αισθημάτων.

Τα ποιήματα αυτά μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες ερωτικές προτιμήσεις του, αρκεί να μην σκοντάψει στην ομοφυλοφιλία του ποιητή. Ας χρησιμοποιήσουμε ως βάση τον ακόλουθο στοχασμό του: «Ποτέ μου δεν υποστήριξα ότι η ομοφυλοφιλία είναι κάτι το θεόπεμπτο και ουρανοκατέβατο: εκείνο που υποστηρίζω πάντα είναι ότι - άσχετα με τα εξαίσια διανοητικά ή καλλιτεχνικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει, καρποφορώντας μέσα σε μιαν εξαιρετική ιδιοσυγκρασία, (πράγμα που μπορεί, επίσης, αξιόλογα να φέρει σε μιαν εξαιρετική ιδιοσυγκρασία και η ετεροφυλοφιλία), κατά τ' άλλα είναι κι αυτή επίσης μια υπόθεση ανθρώπινη, κανονική - ούτε περισσότερο βέβαια ηθική, αλλά ούτε και λιγώτερο ασφαλώς φυσική, απ' όλες τις άλλες»

*

Η αίσθηση της όρασης είναι εκείνη που – πρώτη - κινεί το δαιμόνιο του έρωτα και δίνει το έναυσμα για την ανάπτυξη των ερωτικών αισθήσεων στην ποίηση του Λαπαθιώτη. Σε όλα σχεδόν τα ερωτικά ποιήματά του αναφέρεται στα μάτια του εραστή: Στον αγαπημένο μου, Άσμα Ασμάτων, Μεθύσι, Ο επαναπαυόμενος αθλητής, Εμένα την καρδιά μου...:

«Εμένα, την καρδιά μου δεν τη θόλωσαν
τα χρόνια και τα βάσανα κι οι πόνοι:
ένα μικρούλι προσωπάκι ολόχαρο,
εμένα την καρδιά μου τη θολώνει.

Τ' αστέρια μη ρωτάς και τα τριαντάφυλλα,
γιατί δεν είμαι πρόσχαρος σαν πρώτα:
δυο μενεξέδες βελουδένιους και γλυκούς,
που ανθούν σε δυο ματάκια, μόνο, ρώτα!...»


Εκτός από τα αναφερόμενα - στο προηγούμενο κεφάλαιο - δύο τραγούδια του ποιητή, υπάρχουν και άλλα τρία ποιήματά του που αναφέρονται στα μάτια: το ομώνυμο ποίημά του, καθώς επίσης και τα: Επεισόδιο και Νάρκισσος. Αν στο πρώτο ποίημα γίνεται λόγος για τα μάτια των προσώπων που - τυχαία - συναντά στον δρόμο γενικά και αόριστα:

«Μάτια συναντημένα μες στα τρίστρατα,
για ποιο σκοπό;
που για μια στιγμούλα δίνονται και χάνονται,
και τ' αγαπώ...»


στο δεύτερο περιγράφει το βλέμμα που δέχεται από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο:

«Μάτι δειλό που σε κοιτάζει
βαθιά, βουβά και σκοτεινά,
κι έτσι πιστά σα να σου τάζει:
θα σ' αγαπώ παντοτινά...»


ενώ στο τρίτο ο ποιητής αναφέρεται στα δικά του μάτια, τα οποία αποτελούν και το αντικείμενο μιας ωραιοπάθειας:

«Απόψε αγάπησα τα μάτια μου
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη...»


Επιχειρεί μάλιστα να εξηγήσει αυτό το γεγονός και παραθέτει διάφορες, πιθανές αιτίες που - ενδεχομένως - το προκάλεσαν: το λεπτό φως που πέφτει μες στην κάμαρα, ένα τριαντάφυλλο και την αγωνία για τον μαρασμό του, κάποιοι στείροι πόθοι που βασανίζουν τον ποιητή' για να συμπεράνει - με μια ρητορική ερώτηση, η οποία προσδίδει έμφαση - ότι αυτή η ναρκισσιστική εκδήλωση οφείλεται στο γεγονός ότι - εκείνο το βράδυ - τα μάτια του κοιτούσαν επίμονα ένα άλλο πρόσωπο.

Τα μάτια - εξάλλου - είναι εκείνα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν ένα Μεθύσι:

«... Μα εγώ κρασί δεν ήπια... Θα νειρεύτηκα,
πως είχα έναν κρυστάλλινο αμφορέα.
- Τότε λοιπόν καλέ μου πώς εμέθυσες;
- Ρώτησε τα ματάκια σου τα ωραία!»


Όπως επίσης μπορούν να κινήσουν τα νήματα της ζηλοτυπίας σε μιαν ερωτική σχέση:

«Γιατί κοιτάς τους άλλους; Στα χαμένα
παν οι ματιές, ο κόσμος δεν πονεί.
Κοίταζε μένα, γέλα όλο σε μένα,
κι έτσι κοιτώντας στέλνεις κάπου μιαν ηδονή...»


(Στοv αγαπημένο μου)

Άλλωστε, αυτό το καίριο βλέμμα - το βαθύ, βουβό και σκοτεινό - συνεπάγεται και την έναρξη της ερωτικής περιπέτειας. Διότι όπως ομολογεί ο ποιητής - αυτά τα μάτια που στέλνουν το μήνυμα, ανήκουν σ' ένα νεαρό παιδί:

«Ψηλό, λιγνό, τρελλό για χάδι,
δουλεύει σ' ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ
και κοιμηθήκαμε μαζί».


(Επεισόδιο)

Η δεύτερη αίσθηση που διαδραματίζει κύριο και πρωτεύοντα ρόλο - εξίσου με την όραση - είναι εκείνη της αφής, η οποία - όπως διαπιστώνουμε - εξειδικεύεται σε δύο συγκεκριμένες εκδηλώσεις: τα φιλιά και τα αγκαλιάσματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ποιήματα: Χαρωπά τραγουδάκια, Alla C. Bot, Langeur d'amour, Γλυκιά αγάπη, Με τι λαχτάρα σε προσμένω, Γράμμα, Κι έπινα μες από τα χείλη σου:

«Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω-γύρω,
κι έπινα μες από τα χείλη σου
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο»

Υπάρχει μια ιδιαίτερη επιμονή στην ποίηση του Λαπαθιώτη ως προς τα φιλιά που ανταλλάσουν οι ερωτευμένοι, η οποία μερικές φορές φτάνει τα όρια της παραφοράς:

«Αχ, να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη τόσο,
τόσο τρελλά και τόσο αχόρταγα,
που απ' τα φιλιά να τα ματώσω...»


(Lαngeur d'αmour)

Ίσως γι' αυτό ακριβώς ένα φιλί δεν είναι μόνο μια μετάληψη:

«Κι είναι τα χειλάκια του
τόσο μελωμένα,
και χρυσό ροδόσταμο
στάζουνε για μένα.

Μες στο δισκοπότηρο,
το δροσάτο εκείνο,
τη γλυκιά μετάληψη
των χειλών του πίνω».


- όπως ομολογεί ο ποιητής σε ένα άτιτλο ποίημά του, γραμμένο το 1908 - αλλά και μια τυραννία:

«Όμως εκείνο το φιλί που δώσαμε σα φίλοι,
μας τυραννεί τα χείλη:
το 'χω για καταδίκη μου και για παρηγοριά μου,
κρυμμένο στην καρδιά μου»


(Γράμμα)

Με τα ποιήματα αυτά θα ασχοληθούμε ξανά παρακάτω. Προς το παρόν ας αναφέρουμε ότι το στοιχείο που τα χαρακτηρίζει είναι εκείνο της - δίχως μέτρο - ηττοπάθειας:

«Στην αγάπη ενός παιδιού,
όλα μου τα δίνω...»


όπως αναφέρει ο ποιητής στο άτιτλο ποίημά του - που μόλις μνημονεύσαμε. Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτά τα ποιήματα, καθώς επίσης και τα περισσότερα από τα ερωτικά, είναι γραμμένα στα πρώτα χρόνια της ζωής του.

II. Η αναφορά του Λαπαθιώτη στα μυστήρια της ερωτικής κατάκλισης δύο προσώπων περιορίζεται στη μνεία αυτών των εκδηλώσεων - τα φιλιά δηλαδή και τα αγκαλιάσματα που ανταλλάσουν οι εραστές μεταξύ τους, χωρίς να προχωρά περισσότερο' τουλάχιστον σ' αυτό το μέρος της ποίησής του, γιατί υπάρχουν και ανέκδοτα σατιρικά στιχουργήματά του, τα οποία χαρακτηρίζονται από ελευθεροστομία. Ο πιο «τολμηρός» του στίχος που συναντήσαμε είναι αυτός - από το τρίτο κομμάτι του ποιήματος, Χαρωπά τραγουδάκια:

«Πλέξε μου τα χεράκια σου τριγύρω από τη μέση...
Αχ! πως μ' αρέσει απάνω μου να πέφτεις, πως μ' αρέσει!»


ή μια παραλλαγή από το ποίημα, Ερωτική νύχτα:

«'Ελα... πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο...»

Στο ίδιο ποίημα γίνεται λόγος - μερικές νύξεις μονάχα - για τον κοινωνικό περίγυρο και τις αντιδράσεις του απέναντι στη συγκεκριμένη σχέση, τις οποίες και θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιo.

Μια ερωτική σχέση - βέβαια - δεν περιορίζεται στην ευπράγματη άσκησή της μέσα στην κάμαρα. Με το ποίημά του, Τ' απλό παιδί που εγώ αγαπώ - μεταφερόμαστε αφ' ενός μεν στο δρόμο, αφ’ ετέρου δε σ' ένα άλλο επίπεδο της ερωτικής σχέσης εκείνο της αγάπης. Εδώ ο ποιητής αναπτύσσει το θέμα της ερωτικής γοητείας, που μπορεί να ασκήσει ένας άνθρωπος πάνω σε κάποιον άλλο, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά διαφέρουν ως προς την καταγωγή και τους τρόπους τους:

«Τ' απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
μα είναι το πιο καλό παιδί που μες στην πλάση τούτη
μπορεί ν' απαντηθεί...»


γιατί ο νεαρός σύντροφός του ούτε πολλά γράμματα γνωρίζει, ούτε κυκλοφορεί στα σαλόνια - επιδεικνύοντας τα λούσα και περιφέροντας την ματαιοδοξία του:

«μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά...»


Στο ποίημα, Σαββατόβραδα - όπου ο Λαπαθιώτης αναφέρεται στις νυχτερινές περιπλανήσεις του - γίνεται περισσότερο σαφής:

«Και στα θαμπά βλαμάκια δίνεται,
τ' αργά βλαμάκια, που απ' το γέρμα
ως τα βαθιά-βαθιά μεσάνυχτα,
παν έρμα
και τραγουδάν και ξεφαντώνουνε
μεθυσμενάκια μες στις στράτες,
κι όλο μεράκια είναι οι καρδούλες τους
γιομάτες... »


Ο νεαρός - άλλωστε - που ενημερώνει «τ' απλό παιδί» που αγαπά ο ποιητής, δεν διαμαρτύρεται, ούτε βαρυγκομά, καθώς βλέπει τα λούσα των άλλων, τα οποία ο ίδιος στερείται, αλλά:

«τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί»


Αυτή η σεμνότητα και ταπεινότητα, αυτό το φωτεινό χαμόγελο, αποτελούν τον πραγματικό πλούτο που προσφέρει ο έρωτας - τις αιώνιες αξίες του.

*

Εκτός από το ποίημα αυτό, υπάρχουν κι άλλα στα οποία ο ποιητής κάνει λόγο για την αγάπη, όπως το δεύτερο μέρος από το ποίημά του, Αποχαιρετιστήριο:

«Το βράδι που σ' αγάπησα δεν ήταν καλοκαίρι.
τα φύλλα μόλις πρόβαλλαν απάνω στα κλαριά...»


ή το, Γραμμένο σ' ένα λεύκωμα, όπου ο Λαπαθιώτης - αφού πρώτα αναφερθεί στο εφήμερο των καταστάσεων και των πραγμάτων γράφει:

«Γι' αυτό, στο λέω, να μ' αγαπάς, όπου βρεθείς κι όπου να πας,
κι η τωρινή μας η στοργή πάντα πιστή να μένει,
γιατί το βράδυ θ' απλωθεί - κι ίσως η σκέψη μας χαθεί,
μες στο σκοτάδι το βαθύ που παν οι πεθαμένοι».


Φαίνεται πως για τον ποιητή, η αγάπη ήταν μια αναγκαία και απαραίτητη κατάσταση, μια παραδείσια ευδαιμονία. Ο ίδιος την χαρακτηρίζει σ' ένα κείμενο ως «το ολοκλήρωμα του όντος» O Δικταίος άλλωστε είναι εκείνος που ανακάλυψε στα χαρτιά του ποιητή μερικές σημειώσεις που μαρτυρούν μια μακροχρόνια σχέση του, καθώς επίσης και μιαν ακροστιχίδα στο ποίημα του, Ερωτικό, όπου ο Λαπαθιώτης διαιώνισε το όνομα του αγαπημένου του. Εντοπίσαμε κι εμείς την ύπαρξη μιας άλλης, σ' ένα άτιτλο ποίημα του, γραμμένο το 1908:

«Είναι γλυκοθλιμμένα τα ματάκια σου, κι είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη!
Μέσα από το γλυκόλαλο χειλάκι σου, ουράνιο μύρο αγάπης ανασαίνει...
Μακρυά σου εσύ τι με νοιάζει αν γλυκοχάραμα ροδίζει στα βουνά τα χρυσωμένα;
Αυγούλες κρυσταλλένιες κι ολογάλανες τα μάτια σου μονάχα είναι για μένα!
Νύχτα και μέρα εγώ διψώ τη μέθη τους, είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη.
Ολόγλυκα η λαχτάρα μου και η θλίψη μου, σαν ίσκιος, μ' ένα γέλιο σου πεθαίνει!
Υγρά τα μάτια μου είναι από τα κλάμματα.. η νύχτα, τα φεγγάρια τα θλιμμένα,
Η θάλασσα, το φως, τα ροδοσύννεφα, σιμά σου μοναχά κι είναι ωραία για μένα! »


Η αγάπη επίσης μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο ποιητή, όπως γράφει το 1934 στο ποίημά του, Θα φύγω πάλι:

«... Γιατί στο τέλος τίποτα - στ' αλήθεια - δεν υπάρχει,
κι όλα τα πλάθει το μυαλό κι η νύχτα τα 'χει φέρει.
Μπορεί και συ, σα φάντασμα, να πέρασες - ποιός ξέρει!
κι αν ήσουν Λάουρα μια φορά - κι ας μ' έκανες Πετράρχη».


Και όχι μόνον αυτό, αλλά η αγάπη μπορεί να σταματήσει ακόμα και τον θάνατο, όταν ο τελευταίος χτυπά την πόρτα δυο ερωτευμένων:

«"…'Ελα γλυκειά λαχτάρα μου, έλα μαζί να πάμε
. . . . . . . . . . .
Έλα... και μόλις μας ιδή
πιασμένους απ' τη μέση,
θε να δακρύσει ο θάνατος,
και θα μας συμπονέσει».


III. Διαβάζοντας όμως μερικά ακόμα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, διαπιστώνουμε ότι και αυτά έχουν αρχίσει να προσβάλλονται σιγά-σιγά, από εκείνο το «θανατερό σπέρμα» που αναφέρει ο Τάκης Παπατζώνης:

«Ήμουν μες στην αγάπη σου τόσον καιρό κλεισμένος,
μ' αυτό δεν θέλω και να πω πως μου ήταν φυλακή'
μα τι τα θες, απόκαμα, καλά ήταν ως εκεί'
θέλω να φεύγω τώρ' αλλού, γιατί είμαι κουρασμένος...»


(Απαυδημός)

Γιατί, αν και ο έρωτας αποτελεί για τον ποιητή έναν ολόκληρο κόσμο, η διάρκειά του είναι - συνήθως - πολύ σύντομη, επειδή δεν ξεφεύγει κι αυτός από τις φευγαλέες και εφήμερες καταστάσεις πραγμάτων:

«ο παλιός μας ο Έρωτας, με τα βάσανά του,
ο καλός μας ο Έρωτας, ήταν του θανάτου
. . . . . . . . . . .
Μα όπως όλα μας περνούν, και χαρές και πόνοι,
να μια μέρα που κι αυτός άρχισε να λυώνει...»


(Μικρό τραγούδι)

Ο ερωτευμένος, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό και την ικανοποίηση των βαθύτερων αισθημάτων του, μετά τον αισθησιασμό και την πλήρωση - ίσως και τον κορεσμό - της ηδονής, αντιλαμβάνεται ότι το ευχάριστο και φωτεινό διάλειμμα που - μόλις - έζησε, ήταν μια μικρή παρένθεση - έτοιμη πια να κλείσει. Και όπως αναφέρει ο Λαπαθιώτης στο ποίημα, Απαυδημός, ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να ξεφύγει από τα πλοκάμια του έρωτα:

«Θέλω και πάλι να χαθώ στην πρώτη μου σιωπή,
να μη θεωρώ, να μη θεωρώ τι γίνεται τριγύρω'
να λησμονήσω ως και χαρά κι αγάπη τι θα πει'

θέλω στην πρώτη μου ξανά την χίμαιρα να γείρω,
έτσι όπως ήρθα ξένοιαστος, τρελλό παιδί του δρόμου
Και να χαθώ σφυρίζοντας μες στ' άστρα τ' όνειρό μου».


*

Οι εραστές, αφού πρώτα έχουν τελέσει τα μυστήρια μέσα στην κλειστή και μισοφωτισμένη κάμαρα - κι έχουν απολαύσει και το φως, νυχτερινό ή ημερήσιο, του δρόμου, μεταφέρονται πάλι σ' έναν άλλο κλειστό χώρο’ όχι ιδιωτικό, αλλά δημόσιο: σε μια ταβέρνα. Εδώ σε μια κρίσιμη στιγμή - και υπό την επίδραση του οινοπνεύματος - συνειδητοποιούν την ματαιότητα του ερωτικού αισθήματος. Το ποίημα του Λαπαθιώτη: Στο κέντρο το νυχτερινό, μας παρέχει ένα στιγμιότυπο αυτής της κατάστασης:

«Τώρα που παίζει το βιολί κι έχουμε πιεί τόσο πολύ,
που μ' έναν έρωτα τρελλό σα να 'μαστε δεμένοι
σ' ένα συντρόφεμα ζεστό - βάνε ξανά να ζαλιστώ,
μες στ' όνειρο μου να κλειστώ - το μόνο που μου μένει.

Γιατί άμα λείψει το κρασί και φύγεις άξαφνα κι εσύ,
και βουβαθεί και το βιολί με τον γλυκό βραχνά του,
μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ' ακούσω πάλι το βραχνό τραγούδι του θανάτου».


Ήδη, με αυτό το ποίημα, γίνεται λόγος για μια ερωτική σχέση που βρίσκεται στο τέλος της. Ο δεύτερος στίχος του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός.

Ο ερωτευμένος, όμως, - ακόμα και μετά από αυτήν την πικρή έκλαυση - εξακολουθεί να βαυκαλίζεται με την ιδέα πως δεν έχει αλλάξει τίποτα, εξαιτίας της ανάμνησης του χαμένου παραδείσου στον οποίο μετείχε πριν από λίγο καιρό. Το δαιμόνιο του έρωτα δεν υποχωρεί, αλλά εξακολουθεί να τον κεντρίζει. Παρά το τέλος μιας ερωτικής σχέσης και την ματαιότητα - με το ποίημα: Κι έτσι είναι κάπου μια ψυχή, ο ποιητής δηλώνει πως υπάρχει ελπίδα για μια νέα σχέση, μια καινούργια αρχή. Με τη διαφορά πως σ' αυτό το ποίημα εισέρχεται το μοτίβο της αποξένωσης, το οποίο ο Λαπαθιώτης θα αναπτύξει πληρέστερα σε μιαν άλλη σειρά ποιημάτων του. Εδώ ο ποιητής φαντάζεται και υποθετει ότι υπάρχει κάποιος που τους ενώνει ο αμοιβαίος πόθος - και ο οποίος τον περιμένει, αλλά ακόμα κι αυτή η ελπίδα έχει δηλητηριαστεί, γιατί μόλις φτάσει η στιγμή της περιπόθητης συνάντησης, τότε:

«δίπλα θ' αντιπεράσουμε και δεν θ' απαντηθούμε».

Το στοιχείο της αποξένωσης μέσα στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης δεν αποτελεί το μοναδικό μαρτύριο ενός ερωτευμένου. Επιπλέον υπάρχει και κάτι άλλο - μια καταδίκη την οποία κάθε ερωτευμένος αρχίζει να εκτίει μετά τον χωρισμό του από το αγαπημένο πρόσωπο: εκείνη της ανάμνησης.

«Θυμάσαι τις θολές νυχτιές, τα μαύρα μεσονύχτια,
που σ' έσερνα στου πόθου μου τα ολόγλυκα τα δίχτυα...»


γράφει ο Λαπαθιώτης σ' ένα άτιτλο ποίημα του 1909. Σ' ένα άλλο ποίημα, το Ένα τραγούδι μακρυνό, - ο ποιητής αναφέρεται σ' ένα πρωινό ξύπνημά του από ένα τραγούδι - απομακρυσμένο στην αρχή, αλλά η φωνή ολοένα και πλησιάζει στην κάμαρά του - με αποτέλεσμα:

«Κι έτσι όπως ξύπνησα - με μιας - μες απ' τον ύπνο το βαθύ,
σα μαγεμένος γύρισα στον ήχο το κεφάλι,
κι είπα πως ήταν η ψυχή κάποιου παιδιού που έχει χαθεί,
και με θυμόταν πάλι.

Την άκουγα μες στο στρατί-παθητικά να περπατεί,
και σαν εχάθη βάρυναν αργά τα βλέφαρά μου,
και δάκρυσαν τα μάτια μου, χωρίς να ξέρω το γιατί'
μπορεί κι απ' τη χαρά μου».


Άλλωστε η τυραννία αυτών των αναμνήσεων είναι εκείνη που οδηγεί τον ποιητή στα παλιά λημέρια του έρωτά του:

«Καημός αλήθεια να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει σκοτεινά μια μέρα του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμά του...».


IV. Γράφτηκαν πολλά για τα ήθη του Λαπαθιώτη, αλλά ελάχισtα για τα ήθη της εποχής του. Εκτός από την ιστορία που προκάλεσε το ποίημα του Stabat mater dolorosa, ας μνημονεύσουμε, δύο άλλα παρόμοια περιστατικά. Το πρώτο συμβαίνει το 1910, όταν ο ποιητής δημοσίευσε στο περιοδικό «Ανεμώνη» ένα αισθησιακό ποίημα' το «Κι έπινα μες από τα χείλη σου». Αμέσως, εκείνοι που ο Καβάφης χαρακτηρίζει ως «οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες» ενοχλήθηκαν σφόδρα. Ο Γ. Τσοκόπουλος δημοσίευσε το κείμενο του «Οσκαρουαϊλδισμοί», ο Σπ. Μελάς το η «Σάρκα! Η Σάρκα!», καθώς επίσης και ένα άλλο κείμενο του Π. Δημητρακόπουλου. Οι δύο πρώτοι μάλιστα ζητούσαν και την επέμβαση του εισαγγελέα, προκειμένου να παταχθεί το κακό στη ρίζα του! ΟΛαπαθιώτης δεν ενοχλήθηκε καθόλου' αντίθετα έστελνε στον Μελά ειρωνικά σχόλια για τα δημοσιεύματά του. Μάλιστα όταν ο Μελάς συναντήθηκε με τον πατέρα του ποιητή και πήγε να του κάνει παράπονα για τον γιο του, λέγοντας: «Έναν έκανες...», ο στρατηγός Λαπαθιώτης τον διέκοψε -και πρόσθεσε: «Αλλά Ναπολέοντα!»

Το δεύτερο περιστατικό συνέβη το 1938, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Όταν στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» δημοσιεύτηκε μια συνέντευξη του ποιητή, η οποία συνοδευόταν από το αυτόγραφο ποίημά του Επεισόδιο. Ξέσπασε πάλι σκάνδαλο, με αποτέλεσμα ο Λαπαθιώτης να στείλει στον διευθυντή του περιοδικού την ακόλουθη επιστολή:

«Επειδή μαθαίνω, με πολλή μου λύπη, την εξαιρετική συγκίνηση και ταραχή που προκάλεσε στη λογοκρισία το εντελώς – ή περίπου, ή και καθόλου έστω - αθώο παιγνίδι - οκτάστιχο (...) αποφασίζω, ν' αλλάξω τον τελευταίο και τον ένοχο στίχο του, έτσι ώστε - αποκαθαρμένος από το βάρος των φοβερών υπονοούμενων που περικλείει - να εμφανιστεί περισσότερο σύμφωνο με το πνεύμα της νέας καταστάσεως. Λάβε λοιπόν την καλοσύνη να τους ανακοινώσεις, ό,τι πρέπει να διαβαστεί έτσι:

«Ψηλό, λιγνό, τρελλό για χάδι,
δουλεύει σ' ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ,
μα δεν πλαγιάσαμε μαζί!»


........
Aπό την ΟΔΟ ΠΑΝΟΣ - τ. 79/80, Μάιος 1995 - Αφιέρωμα στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.